Στις 27 Ιουνίου του 2009 γράφαμε στο άρθρο μας (Το ελιξίριο του καπιταλισμού : Ο άγριος πόλεμος για την εξασφάλιση του πολυτιμότερου εμπορεύματος στον κόσμο, απειλεί με την καταστροφή χιλιάδες επιχειρήσεις, αδύναμα κράτη και χρεωμένους καταναλωτές 27/6/2009) τα παρακάτω:
Όταν χορηγείς σε κάποιον αυξημένες ενέσεις κορτιζόνης, ο πόνος εξαφανίζεται «ως δια μαγείας» και δεν αισθάνεται πλέον καμία ενόχληση. Επίσης, όταν ένας αθλητής παίρνει «διεγερτικά», η απόδοση του πολλαπλασιάζεται και μπορεί να επιτύχει απίστευτες επιδόσεις. Αντίστοιχα, όταν σε μια υπερχρεωμένη επιχείρηση, στην Οικονομία ευρύτερα, «προσθέσεις» αφειδώς ρευστότητα, δημιουργείς μία απατηλή εικόνα ευφορίας, η οποία εξαφανίζει αμέσως όλα τα συμπτώματα της αρρώστιας.
Το κοινό σημείο και στις τρείς παραπάνω περιπτώσεις είναι το ότι η μαγική «θεραπεία», αφενός μεν διαρκεί όσο και η «επίδραση» των φαρμάκων, αφετέρου δε επιδεινώνει την «ασθένεια», η οποία ενίοτε γίνεται θανατηφόρα. Έτσι λοιπόν, ο «ασθενής» θεραπεύεται βραχυπρόθεσμα, ενώ ουσιαστικά τοποθετείται στον «ορό» - αφού δεν μπορεί πια να «λειτουργήσει», χωρίς τη συνεχώς αυξανόμενη ποσότητα των χορηγουμένων φαρμάκων. Στο τέλος, δεν πεθαίνει από την αρρώστια, αλλά από τα ίδια τα φάρμακα που υποχρεώθηκε να καταναλώσει.
Όμως, ειδικά όσον αφορά τις επιχειρήσεις, τους καταναλωτές και το δημόσιο, την Οικονομία γενικότερα, τα «φάρμακα» υπάρχουν σε περιορισμένες ποσότητες - με αποτέλεσμα η εξασφάλιση τους να μην είναι δεδομένη για όλους. Επομένως, αυτός που θα προλάβει, έχοντας τις καλύτερες προϋποθέσεις (ευρωστία, πιστοληπτική ικανότητα κλπ), θα πάρει τα περισσότερα και μάλιστα στην καλύτερη δυνατή τιμή (επιτόκιο εν προκειμένω), αφού αυτή υπόκειται στους κανόνες της ζήτησης και της προσφοράς.
Ταυτόχρονα, θα θελήσει να εξασφαλίσει περισσότερα από όσα έχει ανάγκη (όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα φάρμακα σε περιόδους επιδημιών), όχι μόνο για σιγουριά (ρεζέρβες), αλλά γνωρίζοντας με σαφήνεια ότι θα ακριβύνουν στο μέλλον. Το πραγματικό ελιξίριο του καπιταλισμού, τα μετρητά χρήματα δηλαδή που επινοήθηκαν από τον ίδιο σαν το ιδανικό ανταλλακτικό μέσον για την εξασφάλιση της λειτουργίας του, φαίνεται ότι θα τοποθετηθούν σε πρώτη προτεραιότητα, «επισκιάζοντας» αισθητά όλες τις υπόλοιπες.
Συμπεραίναμε λοιπόν τότε, μετά από λεπτομερή ανάλυση όλων των παραγόντων, ότι τα χρήματα θα γίνουν σύντομα το πολυτιμότερο αγαθό στον κόσμο - καθώς επίσης ότι θα απορροφηθούν από τους ισχυρότερους της αγοράς, σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από τις συνήθεις. Αναρωτηθήκαμε, στη συνέχεια, εάν θα βιώσουμε μελλοντικά έναν μεγάλο πληθωρισμό, με κυοφορούμενο απολυταρχισμό και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι, κάτι που ξεπερνάει το μέτρο, προκαλεί συνήθως τη μετάπτωση στο αντίθετο του (Πλάτωνος Πολιτεία), διατυπώνοντας το ως εξής:
Προφανώς όλα όσα ευρίσκονται σε εξέλιξη, δεν είναι υποχρεωτικό να συμβούν. Αν όμως συνεχίσουμε να επιμένουμε ότι η λύση του προβλήματος των πιστώσεων που εμείς προκαλέσαμε, είναι η αδιάκοπη αύξηση τους, εάν ξεπεράσουμε εντελώς το «μέτρο», εάν δεν επανεξετάσουμε αντικειμενικά την «καθαρή θέση» μας, εάν δεν περιορίσουμε άμεσα τις επιθυμίες μας και εάν δεν καταπολεμήσουμε τον άμετρο καταναλωτισμό μας, δυστυχώς είναι πιθανόν να συμβούν – ίσως σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από όσο πιστεύουμε.
Καμία αρρώστια δεν θεραπεύεται με «διεγερτικά», ενώ τα όποια συμπτώματα της είναι προς όφελος μας, προστατεύοντας μας από το ανεπανόρθωτο – την ολοκληρωτική καταστροφή εν προκειμένω.
Η μερική αποπαγκοσμιοποίηση (όχι ο πανικοβλημένος προστατευτισμός), η κατάτμηση των πολυεθνικών, η εξυγίανση των τραπεζών (διαχωρισμός σε μετρίου μεγέθους επενδυτικές και εμπορικές), η αναβίωση της μικρομεσαίας επιχείρησης, η εξοικονόμηση περιβαλλοντικών, ενεργειακών και οικονομικών πόρων, καθώς επίσης η πολιτική αναζήτηση ενός καλύτερου δρόμου, με σαφή, εφικτή, ορθολογική και σύγχρονη κατεύθυνση, θα ήταν ενδεχομένως εκείνα τα μέτρα, με βάση τα οποία ο τεράστιος κίνδυνος θα μπορούσε να μετατραπεί σε μία εξαιρετικά μεγάλη ευκαιρία για όλους μας. Σε καμία περίπτωση η περαιτέρω πιστωτική επέκταση και η μετάθεση του προβλήματος επαυξημένου στο μέλλον.
Σήμερα, μετά την πάροδο αρκετών μηνών από τότε, διαπιστώνουμε πράγματι ότι η ρευστότητα, η οποία δεν έχει καμία σχέση με την κερδοφορία, απέκτησε μία «ιδιάζουσα» σημασία. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, η εξασφάλιση της προηγείται από κάθε τι άλλο, αφού οι όποιες αλλαγές και διορθωτικές παρεμβάσεις στην Οικονομία της, απαιτούν μία βιώσιμη χρηματοδότηση. Κατά την άποψη μας, οι πλέον ρεαλιστικές δυνατότητες που έχει η χώρα μας είναι οι εξής:
(α) Η εσωτερική χρηματοδότηση, με την έκδοση εθνικών ομολόγων (άρθρο μας: ΕΘΝΙΚΑ ΟΜΟΛΟΓΑ: Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, η «διττή» τους ωφέλεια και ο ευρύτερος προβληματισμός των τραπεζών, ο οποίος ενδεχομένως θα σημάνει το οριστικό τέλος της «συστημικής» παντοδυναμίας τους 30/10/2009 )
(β) Η πώληση ομολόγων του δημοσίου, σε χώρες που δεν δραστηριοποιείται τόσο έντονα, επιθετικά και απαιτητικά, το διεθνές κερδοσκοπικό κεφάλαιο (άρθρο μας: Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ: Η ανάγκη περιστολής των κρατικών δαπανών, η «συγκράτηση» των αμοιβών, η εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου, η κερδοφορία των εθνικών επιχειρήσεων, ο περιορισμός των δημοσίων επενδύσεων και οι απαιτήσεις μας από την ΕΕ 30/1/2010 )
Αφού λοιπόν εξασφαλισθεί η ρευστότητα (είναι μάλλον αρκετά τα 50 περίπου δις € που έχει ανάγκη η Ελλάδα, για την πληρωμή των υποχρεώσεων της το 2010 – το μεγαλύτερο μέρος τους είναι για τα χρεολύσια), παράλληλα καλύτερα για να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των καινούργιων δανειστών, οφείλουν να γίνουν οι απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές. Κατά προτεραιότητα, η μείωση των μισθών των ΔΥ, έτσι ώστε να διορθωθεί η «ανισορροπία» μεταξύ των αμοιβών του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα - δυστυχώς, δεν είναι σήμερα δυνατόν να αυξηθούν «παραγωγικά» οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα, έτσι ώστε να επιτευχθεί ανώδυνα η απαιτούμενη ισορροπία.
Θεωρώντας δεδομένο ότι, οι μισθοί στο ιδιωτικό τομέα καθορίζονται από τον ανταγωνισμό στην ελεύθερη αγορά (ζήτηση και προσφορά), ενώ οι αντίστοιχοι στο δημόσιο τομέα είναι προφανώς αυθαίρετοι και «διαστρεβλώνουν» τη λειτουργία της Οικονομίας, η «διόρθωση» τους θα ήταν υποχρεωτική, ακόμη και αν δεν βρισκόταν η Ελλάδα στη σημερινή δυσμενή θέση.
Εδώ θα πρέπει ίσως να επισημανθεί μία παράμετρος, όσον αφορά τη σύγκριση των αμοιβών του δημοσίου, με αυτών του ιδιωτικού τομέα. Εάν υποθέσουμε ότι, δύο θέσεις εργασίας είναι πανομοιότυπες στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα (ως προς τη φύση τους, τις συνθήκες δουλειάς, την παραγωγικότητα κλπ), ακόμα και τότε η θέση στον δημόσιο τομέα θα πρέπει να έχει χαμηλότερη αμοιβή, αφού δεν απειλείται από τους εξής δύο κινδύνους:
(α) από τον κίνδυνο της απώλειας της θέσης εργασίας (στον ιδιωτικό τομέα μπορεί κανείς να απολυθεί, με μικρή αποζημίωση, για τυχαίους λόγους) και
(β) από τον κίνδυνο της πτώχευσης της εταιρείας (ο οποίος συνήθως συνοδεύεται από την απώλεια αρκετών μισθών) ή, έστω, των «ανωμαλιών» στην καταβολή του μισθού.
Όπως είναι αδύνατον λοιπόν να υπάρξει (ελεύθερη) αγορά χρεογράφων, στην οποία η απόδοση δεν συνοδεύεται από αντίστοιχο κίνδυνο, έτσι και η αγορά εργασίας δεν είναι δυνατόν ποτέ να λειτουργήσει ορθολογικά, όταν η εργασία χωρίς κίνδυνο αμείβεται το ίδιο, με την εργασία που εμπεριέχει κίνδυνο – πόσο μάλλον όταν η πρώτη, αμείβεται σχεδόν τετραπλάσια από τα δεύτερη. Για να κατανοηθεί καλύτερα το μέγεθος του προβλήματος, αρκεί να αναφέρουμε ότι, εάν οι 500.000 περίπου δημόσιοι υπάλληλοι (σύμφωνα με τον προϋπολογισμό) αμείβονταν κατά μέσον όρο αντίστοιχα με τον ιδιωτικό τομέα, η εξοικονόμηση πόρων θα ήταν πάνω από 10 δις € (εάν δε μειωνόταν και ο αριθμός τους, τουλάχιστον κατά 50.000 άτομα, τότε θα προστίθεντο ακόμη γύρω στα 2 δις €).
Περαιτέρω, η ταυτόχρονη προτεραιότητα της Ελλάδας θα ήταν αναμφίβολα η μείωση των υπολοίπων περιττών δαπανών του δημοσίου (περί τα 4,8 δις €), ενώ η αμέσως επόμενη θα έπρεπε να είναι η αύξηση των εξαγωγών (μέσω επιδοτήσεων των θέσεων εργασίας, έτσι ώστε να γίνει η χώρα περισσότερο ανταγωνιστική). Οι εξαγωγές, απλά και μόνο διπλασιαζόμενες (η Πορτογαλία εξάγει περίπου 50 δις $, έναντι λιγότερο από 27 δις $ της Ελλάδας), θα διαμόρφωναν ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο – εξυγιαίνοντας σε μεγάλο βαθμό το σύνολο της Οικονομίας.
Στο σημείο αυτό, ίσως θα έπρεπε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τη δημιουργία ενός δικού μας «ζωτικού χώρου» - μίας νέας περιοχής εξαγωγικής ανάπτυξης και υγιούς, «παραγωγικού» δανεισμού μας. Αποτελώντας «ζωτικό χώρο» μονόπλευρης εκμετάλλευσης των «ηγεμονικών» κρατών της Ευρώπης, θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμη μία κάποια, μεσοπρόθεσμη έστω, απεξάρτηση μας από τη «δύση». Οι Άραβες, οι Κινέζοι αλλά και οι Ιάπωνες ακόμη θα μπορούσαν πιθανότατα να μας χρηματοδοτήσουν - κάτω από υγιέστερες συνθήκες.
Από την άλλη πλευρά στα Βαλκάνια, στην Τουρκία, στην Αίγυπτο, στη Λιβύη, στην Εγγύς και στη Μέση Ανατολή, ακόμη και στις νότιες χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (στην Ουκρανία, στη Μολδαβία, στη Γεωργία, στο Αζερμπαϊτζάν και στην Αρμενία), δραστηριοποιούνται, εδώ και αρκετό πλέον καιρό, πολλές ελληνικές επιχειρήσεις - με σημαντική επιτυχία, παρά την παντελή έλλειψη εθνικής στρατηγικής. Η Ελλάδα είναι ίσως σήμερα μια μικρή χώρα, αλλά τα Βαλκάνια, χωρίς την Τουρκία, είναι μία περιοχή περίπου 70 εκ. καταναλωτών - μαζί με τις χώρες που προαναφέρθηκαν, είναι μια τεράστια αγορά πολλών εκ. κατοίκων.
Πρόκειται δε για μία γεωγραφική περιοχή, στην οποία «παραδοσιακά» η αστική τάξη ήταν κυρίως Ελληνική - ενώ σε κάποιο βαθμό, ακόμη και σήμερα, οι Έλληνες έχουν τόσο υψηλό «πολιτισμικό», όσο και στρατηγικό πλεονέκτημα. Ίσως τελικά το πρόσφατο παρελθόν μας, να μας οδηγήσει με ασφάλεια σε ένα εντελώς καινούργιο μέλλον - συμπληρώνοντας εποικοδομητικά το ευρωπαϊκό παρόν μας.
Έτσι λοιπόν διαπιστώνουμε ότι, είναι δυνατόν να αποφύγει η Ελλάδα τη χρεοκοπία, να αναπτυχθεί εξαγωγικά και να εξασφαλίσει τον απαιτούμενο χρόνο για τις υπόλοιπες διαρθρωτικές αλλαγές (καταπολέμηση της διαπλοκής, της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής κλπ), αρκεί να μπορέσει να λύσει ο πρόβλημα της χρηματοδότησης της - τουλάχιστον για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, έως ότου «λειτουργήσουν» τα διάφορα «μέτρα» εξοικονόμησης πόρων, τα οποία θα «ισοσκελίσουν» οριστικά τον ετήσιο προϋπολογισμό της.
Όσον αφορά τώρα το κόστος χρηματοδότησης (επιτόκιο δανεισμού), θεωρούμε ότι δεν αποτελεί τη μεγαλύτερη φροντίδα της χώρας, αφού οι προϋποθέσεις αύξησης του πληθωρισμού γενικά διαγράφονται θετικές. Πόσο μάλλον, όταν οι έμμεσοι φόροι «μεταφερθούν» στην αγορά, αυξάνοντας τις τιμές πώλησης - εξ αυτών τον «εσωτερικό» πληθωρισμό, με «ευεργετικά» αποτελέσματα για το ΑΕΠ και τα έσοδα (ανάπτυξη).
Ανεξάρτητα όμως από τον εσωτερικό πληθωρισμό (ο οποίος βέβαια δεν θα είναι υγιής, αφού θα προέλθει από τους έμμεσους φόρους - θα επιβαρύνει δυσανάλογα τις ασθενέστερες εισοδηματικές τάξεις, θα δυσχεράνει τη ζήτηση, θα μειώσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας και δεν θα περιορίσει το δημόσιο χρέος), έχουμε την άποψη ότι, θα «συνοδευθεί» σύντομα από έναν διεθνή, «υγιή» πληθωρισμό, με σημαντικά «αντισταθμιστικά» οφέλη για τα υπερχρεωμένα κράτη («άμβλυνση» των χρεών, πραγματική μείωση του εδικού βάρους των επιτοκίων κλπ), για τους εξής λόγους:
(α) Η περαιτέρω βιομηχανοποίηση των αναπτυσσομένων χωρών (ιδιαίτερα της Κίνας) θα αυξήσει τις τιμές της ενέργειας. Επίσης αυτές των εμπορευμάτων, μεταξύ των οποίων και των τροφίμων - λόγω της εισόδου στην αστική τάξη πολλών νέων νοικοκυριών, κυρίως στην ευρύτερη Ασία (οπότε η γεωργία μας θα επωφεληθεί ιδιαίτερα, καλύπτοντας ένα μέρος της μελλοντικής απώλειας των επιδοτήσεων).
(β) Η απελευθέρωση των αγορών θα υποχωρήσει, αφού η «επιρροή» των κρατών έχει αυξηθεί, ιδιαίτερα μετά τη διάσωση αρκετών επιχειρήσεων από πολλές δυτικές χώρες - γεγονός που συντελεί συνήθως στην «ειδική προστασία» τους από τον ανταγωνισμό, εκ μέρους των κρατών. Λιγότερος όμως ανταγωνισμός σημαίνει μεγαλύτερες δυνατότητες αύξησης των τιμών, οι οποίες θα «επιβληθούν» στις αγορές, αμέσως μετά την «αναθέρμανση» της ζήτησης.
(γ) Ο «προστατευτισμός» φαίνεται να κερδίζει συνεχώς έδαφος, εις βάρος της παγκοσμιοποίησης – γεγονός που μειώνει την προσφορά στις επί μέρους αγορές, αυξάνοντας τις τιμές.
(δ) Η «μετανάστευση» των επιχειρήσεων στις χώρες φθηνού εργατικού κόστους δεν θα συνεχιστεί, ιδίως επειδή αντιτίθεται πλέον η Πολιτεία - με αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης εργατικού δυναμικού, την αντίστοιχη των μισθών και, κατ’ επακόλουθο, των τιμών.
(ε) Ο πληθυσμός στις δυτικές χώρες του πλανήτη βαίνει μειούμενος (γήρανση, περιορισμένες γεννήσεις, λιγότεροι μετανάστες κλπ), οπότε θα υπάρξει έλλειψη στις εξειδικευμένες θέσεις εργασίας, αύξηση των αμοιβών και ανοδικός σπειροειδής κύκλος τιμών.
(στ) Η παραγωγική ικανότητα των επιχειρήσεων, λόγω της κρίσης, μειώνεται σταθερά, αφού δεν γίνονται νέες επενδύσεις. Αυτό σημαίνει με τη σειρά του περιορισμό της προσφοράς με αποτέλεσμα, όταν αργότερα αυξηθεί η ζήτηση, να επικρατήσουν υψηλότερες τιμές.
(ζ) Η υπερχρέωση των κρατών και η επιβάρυνση τους με διαρκώς αυξανόμενους τόκους, θα καταστήσει υποχρεωτική την (τεχνητή) μείωση των χρεών τους, με τη βοήθεια του πληθωρισμού. Επομένως, οι κεντρικές τράπεζες θα ακολουθήσουν μία πολύ λιγότερο «αντιπληθωριστική» πολιτική - θα διατηρήσουν χαμηλά τα βασικά επιτόκια και δεν θα απορροφήσουν ολόκληρη την ποσότητα χρήματος που έχουν διαθέσει στις αγορές (τράπεζες κλπ), με παραδόξως «ευεργετικά» αποτελέσματα για τον πληθωρισμό.
Συμπερασματικά λοιπόν, εάν η Ελλάδα καταφέρει να εξασφαλίσει την απαιτούμενη ρευστότητα για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, παραμένοντας ψύχραιμη, «υποβοηθώντας» την εσωτερική αύξηση των τιμών και «προλαβαίνοντας» την έλευση του διεθνούς πληθωρισμού, ο κίνδυνος χρεοκοπίας της θα μειώνεται συνεχώς. Επίσης, λαμβάνοντας τα απαραίτητα διαρθρωτικά μέτρα, η έξοδος της από την κρίση θα συνοδευθεί με την, από πολλά χρόνια τώρα, αναγκαιότητα εξισορρόπησης του προϋπολογισμού της, με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της και με τη μείωση των δημοσίων χρεών της.
Αθήνα, 09. Φεβρουαρίου 2010
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου