Μια κούρσα απαξίωσης χωρίς ορατό τέλος έχει αρχίσει το τελευταίο τρίμηνο για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς η κρίση χρηματοδότησης του Δημοσίου έχει «συμπιέσει» τις κεφαλαιοποιήσεις των τριών μεγαλύτερων τραπεζών κατά 30-40%, με τη μετοχή της Eurobank να καταγράφει τις βαρύτερες απώλειες, που πλησιάζουν στο 40%.
Οι υποβαθμίσεις των επενδυτικών αξιολογήσεων των «ατμομηχανών» του ελληνικού χρηματιστηρίου είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο και «δείχνουν» προς κεφαλαιοποιήσεις… αστείες, για τις άλλοτε υπερήφανες τραπεζικές μετοχές.
Το δεύτερο τρίμηνο του έτους προδιαγράφεται εφιαλτικό για τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών, καθώς είναι και το «βαρύτερο», σε ό,τι αφορά τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες για την κάλυψη τοκοχρεολυσίων. Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το δεύτερο τρίμηνο θα χρειασθεί να αντληθούν από τις αγορές περί τα 3,7 δισ. ευρώ, ποσό ιδιαίτερα υψηλό για τα δεδομένα της δύσκολης συγκυρίας.
Οι τραπεζίτες φοβούνται, ότι αν συνεχισθεί η αβεβαιότητα για την Ελλάδα στις διεθνείς αγορές, θα υποχρεωθούν αργά ή γρήγορα να ανεβάσουν και πάλι στα ύψη τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, προκειμένου να αντλήσουν ρευστότητα από την πελατεία τους.
Στέλεχος του private banking μεγάλης ευρωπαϊκής τράπεζας αναφέρει, ότι ήδη τα επιτόκια προθεσμιακών καταθέσεων των μικρότερων τραπεζών έχουν «τσιμπήσει» και πάλι, ανεβαίνοντας στο 3%, ενώ οι μεγαλύτερες τράπεζες κρατούν προς το παρόν «γραμμές άμυνας», για να αποφύγουν τις νέες βαριές πιέσεις που θα προκαλούσε στην κερδοφορία τους μια νέα «μάχη» για την προσέλκυση καταθετών.
Η οδηγία που έχει δοθεί, σύμφωνα με πληροφορίες, στα αρμόδια στελέχη των μεγαλύτερων τραπεζών είναι να προχωρούν σε ad hoc «επεμβάσεις», προσφέροντας ελκυστικά επιτόκια σε πελάτες που θα εμφανίζονται με αιτήματα ανάληψης, ακόμη και ποσών που δεν θεωρούνται μεγάλα για τις τράπεζες. Ταυτόχρονα, όμως, αποφεύγεται προς το παρόν μια γενικευμένη αύξηση επιτοκίων, ενώ το ερώτημα όλων στην αγορά είναι ποια τράπεζα από τις τέσσερις μεγάλες θα ενδώσει πρώτη στις πιέσεις της συγκυρίας, συμπαρασύροντας και τις άλλες σε αυξήσεις επιτοκίων.
Προς το παρόν, οι τραπεζίτες το μόνο που μπορούν να εύχονται είναι μια γρήγορη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση για την υποστήριξη της χώρας, με ταυτόχρονη επιβολή αυστηρών μέτρων, που θα πείσουν τις αγορές για την ποιότητα της προσπάθειας δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Κάθε ημέρα που περνάει, όπως σημειώνουν τραπεζικά στελέχη, οι ελληνικές τράπεζες πληρώνουν όλο και βαρύτερο τίμημα για τα δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας. Είναι χαρακτηριστική η νέα κίνηση του οίκου Fitch χθες, που προχώρησε σε… κατά συρροή υποβαθμίσεις τραπεζών, λόγω των σοβαρών μακροοικονομικών προβλημάτων της χώρας.
Η Fitch υποβάθμισε σε ΒΒΒ από ΒΒΒ+ τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση των ΕΤΕ, Αlpha, Εurobank και Πειραιώς η Fitch Ratings, υποβαθμίζοντας και τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση των τραπεζών σε F3 από F2 και διατηρώντας αρνητικό outlook. Ο οίκος σημειώνει ότι η ατομική βαθμολογία των τραπεζών υποβαθμίζεται σε C από B/C ενώ οι αξιολογήσεις όλων των χρηματοοικονομικών εργαλείων τους υποβαθμίζονται επίσης κατά μια κλίμακα.
Οι υποβαθμίσεις αντανακλούν την εκτίμηση του οίκου –που είναι ταυτόσημη με τις τελευταίες εκτιμήσεις και της S&P- ότι η ήδη αδύναμη ποιότητα ενεργητικού και η κερδοφορία των τραπεζών θα δεχτούν νέες πιέσεις λόγω των αναμενόμενων σημαντικών δημοσιονομικών προσαρμογών στην Ελλάδα. ΗFitch εκτιμά ότι η αυστηρότερη δημοσιονομική πολιτική θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία, επηρεάζοντας αρνητικά τη ζήτηση για χορηγήσεις και την ποιότητα ενεργητικού των τραπεζών.
«Το τελευταίο ενδέχεται να οδηγήσει σε υψηλότερα πιστωτικά κόστη, οδηγώντας εν τέλει σε επιδείνωση της κερδοφορίας τους», αναφέρει η Fitch. Ουσιαστικά, δηλαδή, τα ίδια τα μέτρα που κρίνονται αναγκαία για να αποφευχθεί η οριστική ρήξη με τις Βρυξέλλες και τις αγορές θεωρούνται από τους οίκους αξιολογήσεων επιζήμια για τις τράπεζες, καθώς εντείνουν την ύφεση, μειώνοντας τη ζήτηση δανείων και αυξάνοντας τις επισφάλειες.
Κάπως έτσι, οι Έλληνες τραπεζίτες βρίσκονται στην περίεργη θέση, να επιθυμούν από τη μια πλευρά σκληρή και πειστική δημοσιονομική πολιτική, για να λυθεί το «εμπάργκο» των αγορών στην Ελλάδα, αλλά από την άλλη να διαπιστώνουν, ότι το υφεσιακό αποτέλεσμα των μέτρων θα επιβαρύνει την κερδοφορία και την ποιότητα του ενεργητικού τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, κρίνουν ότι είναι προτιμότερο να λήξει άμεσα η κρίση, έστω και με «βαριά» μέτρα, παρά να βρεθούν το δεύτερο τρίμηνο του έτους στη δυσάρεστη θέση, να… τρώνε πόρτα από τις αγορές, όπου θα προσφύγουν για να ζητήσουν 3,7 δις. ευρώ.
Source:banknews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου