Η πετρελαϊκή κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 70’ οδήγησε τις ΗΠΑ στην αδυναμία/άρνηση αποπληρωμής του χρέους τους σε χρυσό και στην αναζήτηση ενός εναλλακτικού νομισματικού συστήματος το οποίο θα μπορούσε να τις βγάλει από τη μεγαλύτερη κρίση χρέους στη μοντέρνα ιστορία τους. Με πρωτεργάτη των Paul Volcker, υφυπουργό οικονομικών (1969 –1974) και υπεύθυνου διεθνών νομισματικών σχέσεων, οι ΗΠΑ κατήργησαν, εν μία νυκτί, το μέχρι εκείνη τη στιγμή διεθνές νομισματικό σύστημα, το οποίο είχε στην καρδιά του τη σύνδεση των νομισμάτων με το χρυσό και το αντικατέστησαν με το σύστημα ‘ελεύθερης’ διακύμανσης των νομισματικών ισοτιμιών, όπου η τιμή των νομισμάτων καθορίζεται με βάση τους ‘κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης’.
Προκειμένου να κατευνάσουν την αντίδραση των εξοργισμένων πιστωτών τους (Βρετανίας, Γαλλίας, Ολλανδίας κλπ) και να τους πείσουν να δεχτούν την αποπληρωμή του χρέους σε δολάρια, αποφεύγοντας έτσι την πτώχευση, οι ΗΠΑ πέτυχαν, με την απειλή πολέμου (σύμφωνα με αποχαρακτηρισμένα, πρώην, απόρρητα βρετανικά έγγραφα), να ‘πείσουν’ τους Άραβες σε συμφωνία για τη διεξαγωγή του εμπορίου πετρελαίου αποκλειστικά και μόνο σε δολάριο, συνδέοντας το, έτσι, με το πιο σημαντικό εμπόρευμα του κόσμου και μετατρέποντας το σε παγκόσμιο νόμισμα, το οποίο όλες οι χώρες θα χρειάζονταν στο εξής, όσο θα είχαν ανάγκη από πετρέλαιο.
Τα κράτη βρέθηκαν αντιμέτωπα με ένα νέο σύστημα διακύμανσης των νομισμάτων τους, χωρίς να κατανοούν καλά τους κανόνες και τη λειτουργία του, ενώ οι ΗΠΑ, που το είχαν δημιουργήσει, το εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο, απογειώνοντας την τιμή του δολαρίου έναντι των υπόλοιπων νομισμάτων στα ύψη, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αντιμετωπίσουν τις αφόρητες πληθωριστικές πιέσεις από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, μεταφέροντας τες, έτσι, στα υπόλοιπα κράτη και κυρίως στην Ευρώπη, η οποία κατρακύλησε σε μία πολυετή περίοδο οικονομικής ύφεσης, που την οδήγησε το 1979 στην ίδρυση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ), με την υιοθέτηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Μονάδας (ΕΚΜ), ενός άτυπου νομίσματος, προθάλαμου του ευρώ, πάνω στο οποίο συνδέθηκαν τα νομίσματα πολλών κρατών, με τη δυνατότητα απόκλισης μεταξύ τους μέχρι 2,5%.
Με τα ευρωπαϊκά νομίσματα να συνδέονται μεταξύ τους προκειμένου να γίνουν ισχυρότερα αλλά με το δολάριο να έχει συνδεθεί με το πετρέλαιο του οποίου η τιμή αυξήθηκε κατά 900% σε μερικά χρόνια, το αμερικανικό νόμισμα έγινε πανίσχυρο ενώ οι χώρες που εξήγαν πετρέλαιο βρέθηκαν με τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα το οποίο ήταν, εξ ολοκλήρου, σε δολάρια. Το πλεόνασμα αυτό κατευθύνθηκε προς ευρωπαϊκές και αμερικανικές τράπεζες, οι οποίες άρχισαν να αναζητούν υποψήφιους δανειζόμενους προκειμένου να το εκμεταλλευτούν. Καθώς η διεθνής αλλά και οι περισσότερες εγχώριες οικονομίες ανά τον κόσμο ήταν πολύ ταλαιπωρημένες από την πετρελαϊκή κρίση, οι ανάγκες δανεισμού, μεταξύ άλλων και για την αγορά πετρελαίου, ήταν ιδιαίτερα αυξημένες και έτσι ο παγκόσμιος δανεισμός εκτινάχθηκε, τόσο στα αναπτυγμένα όσο και στα Λιγότερο Αναπτυγμένα Κράτη (ΛΑΚ), στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και η Ελλάδα.
Με το πετροδολάρια να ρέουν άφθονα και με τη δίψα γι’ αυτά να είναι μεγάλη, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ερευνήσει κατά πόσο τα κράτη που δανείζονταν είχαν την υποδομή να διαχειριστούν σωστά τα δανεικά κεφάλαια ώστε να μην βρεθούν σε δύσκολη θέση στο μέλλον. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσουν μία σειρά από κρίσεις χρέους, με ποιο γνωστή αυτήν του Μεξικό, το οποίο προκειμένου να την ξεπεράσει εξασφαλίζοντας οικονομική ‘στήριξη’ από τις ΗΠΑ, αναγκάστηκε να παραχωρήσει σε αυτές, με διμερείς συμφωνίες, την εκμετάλλευση του μεγαλύτερου τμήματος των πετρελαιοπηγών του. Άλλες χώρες που προέβησαν σε βαρύ δανεισμό, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ιταλία, απέφυγαν τη μοίρα του Μεξικό αλλά κατά τη διάρκεια του ‘80 είδαν το χρέος τους ως ποσοστό του ΑΕΠ να απογειώνεται, το δημόσιο έλλειμμα τους να εκτινάσσεται και τον υψηλό πληθωρισμό να επιμένει (σύμφωνα με στοιχεία από έκθεση του ΔΝΤ, 1997), ενώ υποχρεώθηκαν να δανείζονται με επιτόκια κοντά η και παραπάνω από το 20% στα επόμενα χρόνια, προκειμένου να συνεχίσουν να καλύπτουν τις δανειακές τους ανάγκες αλλά και να αναχρηματοδοτούν το χρέος τους.
Η νέα διεθνής ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, μεγένθυνε και ανέδειξε τις αποκλίσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών, αποκαλύπτοντας ότι ήταν άστοχη η επιλογή του 2,5% ως η μέγιστη για την απόσταση των νομισμάτων μεταξύ τους και υπό το βάρος μίας σφοδρής νομισματικής επίθεσης σε πληθώρα ευρωπαϊκών κρατών (Ιρλανδία, Δανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Βρετανία κλπ) η οποία πέταξε εκτός του συστήματος τη βρετανική στερλίνα και οδήγησε σε δριμεία υποτίμηση πολλά ευρωπαϊκά νομίσματα ωθώντας στα ύψη το δημόσιο χρέους και τα επιτόκια δανεισμού των αντίστοιχων κρατών τους, η Ευρώπη αναγκάστηκε να προβεί στην αναθεώρηση των κανόνων λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και στην υιοθέτηση νέων και πιο ευέλικτων, οι οποίοι και κατέληξαν, αργότερα, στη συμφωνία για τη δημιουργία του ευρώ.
Μία νέα κρίση, αυτή τη φορά στην Ασία, προκάλεσε την αλλαγή του ασιατικού νομισματικού συστήματος, κάτω και πάλι από την πίεση κερδοσκοπικών επιθέσεων σε σειρά ασιατικών κρατικών νομισμάτων, διαμορφώνοντας το σκηνικό που ισχύει στην Ασία μέχρι και σήμερα. Το ασταθές νομισματικό περιβάλλον επηρέασε και τη δραχμή, η οποία, σύμφωνα με έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος του 1998, μετά την οικονομική κρίση στην Ασία θεωρήθηκε υπερτιμημένη και δέχτηκε κερδοσκοπικές πιέσεις μέχρις ότου εντάχθηκε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, δύο χρόνια πριν από την προγραμματισμένη υιοθέτηση του ευρώ από την Ελλάδα. Αποτέλεσμα της επίθεσης εναντίον της δραχμής ήταν η αύξηση του κρατικού κόστους δανεισμού (ενδεικτικά από το 8,4% στο 12,8% για τα ομόλογα τριμήνου) και η υποτίμηση της κατά 12,3% έναντι της ΕΚΜ, με βασικό στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας ενώ η κυβέρνηση εξήγγειλε μία δέσμη δημοσιονομικών και διαρθρωτικών αλλαγών.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η υιοθέτηση του ευρώ από τα κράτη της ευρωζώνης ‘σήμαινε την παραίτηση από τη δυνατότητα να προσαρμόζουν τη συναλλαγματική τους ισοτιμία και να ασκούν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική’ με την προσδοκία ότι ‘η ενιαία νομισματική πολιτική και η εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου σε συνδυασμό με την ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών’ θα συνεπάγονταν ότι ‘τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια (θα) πρέπει να βρίσκονται περίπου στο ίδιο επίπεδο σε όλες τις χώρες.’ Αν μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα, ωστόσο, δεν αμβλυνθούν οι οικονομικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών που συμμετέχουν σε αυτό, τότε, σύμφωνα με την έκθεση, ελλοχεύει ο κίνδυνος ‘ασύμμετρων διαταραχών’ σε περιόδους μακροοικονομικών κρίσεων, ιδιαίτερα σε χώρες ‘με υψηλό δημόσιο χρέος όπως η Ελλάδα και η Ιταλία’ που ‘πρέπει να συνεχίσουν τις προσπάθειας δημοσιονομικής εξυγίανσης, προκειμένου να μειώσουν το ύψος του συνολικού χρέους.’.
Ωστόσο, το χρέος δε μειώθηκε στις χώρες αυτές και η οικονομική σύγκλιση δεν επήλθε ποτέ, ενώ, για παράδειγμα στην Ελλάδα, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ διατηρήθηκε πάνω από το 100% από το 1999 και μετά. Φτάνουμε, έτσι, στην τρέχουσα διεθνή κρίση, που ως η μεγαλύτερη των τελευταίων 80 ετών μεγένθυνε και ανέδειξε τις αποκλίσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών πολύ περισσότερο απ’ ότι εκείνη στις αρχές του ‘90, αποκαλύπτοντας τις αδυναμίες και τα τρωτά σημεία της ευρωζώνης. Και ενώ το ‘90 η νομισματική επίθεση ξεκίνησε από τη Βρετανία, τώρα ξεκίνησε από την Ελλάδα, η οποία είδε τα επιτόκια δανεισμού της να αυξάνονται εκθετικά, παθαίνοντας έμφραγμα από το χρηματοπιστωτικό σοκ.
Και αν και τα ΜΜΕ επιμένουν να κάνουν λόγο για ‘ελληνική κρίση’, στην πραγματικότητα αυτή ήταν εξ αρχής ευρωπαϊκή κάτι που θα φαίνεται όλο και περισσότερο όσο ο χρόνος θα κυλά, όπως ακριβώς συνέβη και το 1990, όταν όλοι εστίαζαν στην κατάρρευση της στερλίνας για να δουν, τελικά, να λυγίζει, να τραυματίζεται και να αλλάζει ολόκληρη η Ευρώπη (με εξαίρεση, ίσως, τη Γερμανία).
Μάλιστα σήμερα, τα νέα ‘χρηματοπιστωτικά όπλα μαζικής καταστροφής’, όπως εύστοχα έχει ονομάσει μία κατηγορία χρηματιστηριακών παραγώγων προϊόντων ο Γουόρεν Μπάφετ (ο οποίος, πάντως έχει επενδύσει δεκάδες δισεκατομμύρια σε αυτά), κάνουν ακόμη πιο οδυνηρές και εύκολες τις χρηματοπιστωτικές και νομισματικές επιθέσεις αλλά και επιτρέπουν την αναμετάδοση του χρηματοπιστωτικού πολέμου σε ζωντανό χρόνο, με έναν τρόπο παρόμοιο με αυτόν που ζήσαμε στον πρόσφατο πόλεμο στο Ιράκ, τον οποίο παρακολούθησαν ζωντανά δισεκατομμύρια τηλεθεατές σε όλον τον κόσμο.
Έτσι, δισεκατομμύρια άνθρωποι παρακολούθησαν τους τελευταίους μήνες την Ελλάδα να αναρριχάται στη λίστα των πιθανότερων προς πτώχευση χωρών, μέσω του νέου σχετικού συστήματος υπολογισμού με τη χρήση των CDS (ασφάλιστρα κρατικού χρέους), περνώντας από τη 10η στην 5η και τελικά στην 1η θέση, με την πιθανότητα της για πτώχευση να υπολογίζεται, πλέον, στο 46,7% πάνω αυτήν χωρών όπως η Βενεζουέλα, η Αργεντινή, το Πακιστάν και το Ιράκ. Και ενώ όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην Ελλάδα, μέσα σε λίγες ημέρες η Πορτογαλία έχει βρεθεί στην 6η θέση της σχετικής λίστας, με τις πιθανότητες της για πτώχευση να πολλαπλασιάζονται φτάνοντας στο 26,11% και το επιτόκιο του 10ετούς της ομολόγου να εκτινάζεται στο 5,53%, πάνω από αυτό της συμφωνίας στήριξης της Ελλάδας με την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Από τις 12 μέχρι τις 27 Απριλίου, οι τιμές των CDS μερικών εκ των μεγαλύτερων τραπεζών και εταιριών της Πορτογαλίας έχουν τριπλασιαστεί, με το μέσο όρο των CDS του τραπεζικού της κλάδου να έχει αυξηθεί από τις 60 στις 325 μονάδες βάσης από την αρχή του έτους. Μα το έργο δεν τελειώνει εδώ καθώς η επίθεση έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή και στην Ισπανία, με τις τιμές των CDS για τον τραπεζικό της κλάδο να έχουν αυξηθεί από τις 100 στις 250 μονάδες από την αρχή της χρονιάς, καταγράφοντας άνοδο της τάξης του 70% τον τελευταίο μήνα και με την τιμή του CDS της Ιρλανδίας να έχει αυξηθεί από τις 145 στις 200 μονάδες την τελευταία εβδομάδα.
Και την ώρα που το ειδικό τμήμα του αμερικανικού υπουργείου οικονομικών κάνει το καθιερωμένο γκάλοπ του μεταξύ των εταιριών που εμπορεύονται κρατικά ομόλογα, προκειμένου να πάρει τη γνώμη τους για το πώς θα πρέπει να κινηθεί ώστε να πετύχει μείωση των επιτοκίων τους, στην Ελλάδα οι ιθύνοντες δηλώνουν πως η τρέχουσα κρίση δεν έδωσε πρόωρα σημάδια και έτσι ήταν αδύνατον να προβλεφθεί και αρκούνται στο να ρίχνουν την ευθύνη ο ένας στον άλλον, αδυνατώντας, έστω και σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, να συνεργαστούν για το καλό της χώρας, το οποίο πλέον αφήνεται να ‘οριστεί’ και να επιτευχθεί μέσω των μέτρων του ΔΝΤ, το οποίο δεν παύει να αποτελεί έναν βραχυπρόθεσμο δανειστή μας που υποχρεούται να λάβει υπόψη του, όσο χαράζει την οικονομική πολιτική της Ελλάδας, τόσο το συμφέρον και άλλων κρατών όσο και το δικό του.
Και όμως η κρίση ήταν δυνατόν να προβλεφθεί και αυτό συνέβη, έμμεσα, σε δεκάδες εκθέσεις του ΔΝΤ, της Τράπεζας της Ελλάδας και της ΕΕ, οι οποίες προειδοποίησαν από το 1997 πως χωρίς την ουσιαστική οικονομική σύγκλιση των κρατών της ευρωζώνης, η νομισματική ενοποίηση θα μπορούσε να προκαλέσει ‘ασύμμετρες διαταραχές και επιπλοκές’ σε περίπτωση μακροοικονομικών κρίσεων, όπως η τρέχουσα. Αλλά η κρίση μπορούσε, τουλάχιστον, να προβλεφθεί από το 2006, αφού έδωσε όλα τα σημάδια σε διεθνή κλίμακα, τα οποία αποτυπώθηκαν άψογα στις τάσεις των επιτοκίων των μακροπρόθεσμων ομολόγων των ευρωπαϊκών κρατών, τα οποία από τον Ιανουάριο του 2006 και μετά πήραν την ανιούσα, με αυτά της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Ιρλανδίας να παραμένουν σε έντονα ανοδική τάση στο μεγαλύτερο διάστημα των τελευταίων τεσσάρων ετών, προειδοποιώντας για αυτό που ερχόταν όλο και πιο κοντά μας.
Αλλά με την Ελλάδα, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Αγγλία, την Ιαπωνία, την Κίνα, τη Σιγκαπούρη κλπ να συμμετέχει στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα αλλά να μην έχει ούτε καν ένα μικρό τμήμα στο υπουργείο οικονομικών για την παρακολούθηση και τη μελέτη του και να αρκείται σε γενικές έρευνες της ΚΤΕ, χωρίς καμία οργάνωση και προετοιμασία για την επιβίωση στη σύγχρονη χρηματιστηριακή οικονομία, κανείς δε φάνηκε να είδε το οφθαλμοφανές και όλοι βρέθηκαν να πιάνονται εξ απήνης.
Και τώρα μοιάζει να συμβαίνει ακόμη ένα ακόμη λάθος, που πηγάζει από το συμπέρασμα ότι η τρέχουσα κρίση είναι, αμιγώς, ελληνική και την ελπίδα εύρεσης του φάρμακου μέσα από μέτρα τα οποία αποφασίζονται στην πιο ακατάλληλη χρονική στιγμή και με τον πλέον πρόχειρο, άτσαλο και βεβιασμένο τρόπο, υπό την πίεση της εξασφάλισης νέων δανεικών κεφαλαίων και χωρίς καμία πρόβλεψη για το τί θα συμβεί στην περίπτωση που δεν αποδώσουν όσο ελπίζουμε, κάτι που, συνήθως, αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση.
Μέσα σε αυτόν τον δημοσιονομικό ‘παροξυσμό’, δε βλέπουμε πως η Ευρώπη, έχει, ήδη, αναγνωρίσει πως το πρόβλημα είναι, κυρίως, δικό της, με την ενεργοποίηση του πρώτου πανευρωπαϊκού μηχανισμού οικονομικής στήριξης χώρας μέλους, ο οποίος θυμίζει της κρατικές μεταβιβάσεις κεφαλαίων σε προβληματικές πολιτείες από έναν κεντρικό προϋπολογισμό, που συναντάμε στο ομοσπονδιακό σύστημα των ΗΠΑ, δημιουργώντας, έτσι, ένα ‘δεδικασμένο’ για ένα μηχανισμό που θα είναι πολύ δύσκολο να μην ενεργοποιηθεί ξανά στην περίπτωση που αυτό ζητηθεί και από άλλες χώρες της ευρωζώνης, κάτι το οποίο δεν πρέπει να αποκλείουμε.
Το κυριότερο, όμως, είναι πως η κρίση ανέδειξε την εγγενή αδυναμία όλων των κρατών της Ευρώπης, ακόμη και της Γερμανίας, να ικανοποιήσουν τα κριτήρια που τα ίδια έθεσαν πριν από 10, περίπου, χρόνια και με τις προβλέψεις για την αύξηση του μέσου όρου του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 115% για τα αναπτυγμένα κράτη, μέχρι το 2014 και την παράλληλη εκτίναξη των ελλειμμάτων τους πολύ πάνω από το 3%, το πιθανότερο είναι πως όσο η τρέχουσα χρηματοπιστωτική επίθεση εξελίσσεται η Ευρώπη να οδηγείται στο δίλλημα της απόφασης ανάμεσα σε μία νέα, πιο ευέλικτη αλλά και πιο ενιαία ευρωπαϊκή πραγματικότητα ή στην ενδεχόμενη διάλυση της.
Στο μεταξύ, το δολάριο συνεχίζει να απολαμβάνει και να επιβεβαιώνει την απόλυτη κυριαρχία του ως το μόνο παγκόσμιο νόμισμα, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να επωμίζονται τα οφέλη που απορρέουν από αυτήν την κατάσταση, ενώ ακόμη και ο Paul Volcker, ο άνθρωπος που δημιούργησε το διεθνές νομισματικό σύστημα που έφερε την Αμερική σε τόσο πλεονεκτική θέση έναντι των υπόλοιπων χωρών, παραμένει στο τιμόνι της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ ως ο βασικός οικονομικός σύμβουλος του Προέδρου Ομπάμα. Και επειδή η ιστορία, καμία φορά, επαναλαμβάνεται με τρόπο ανησυχητικά ίδιο με αυτόν του παρελθόντος, πίσω από την τρέχουσα χρηματοπιστωτική επίθεση στην Ευρώπη πρωτοστατεί, σύμφωνα με εισαγγελική έρευνα που ξεκίνησε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, ο Τζορτζ Σόρος, ο άνθρωπος που πρωταγωνίστησε στη νομισματική κρίση των αρχών της δεκαετίας του ‘90 κερδίζοντας ένα δις δολάρια σε μία ημέρα κερδοσκοπώντας στη στερλίνα και οδηγώντας, τελικά, στη δημιουργία του ευρώ και που πρωταγωνίστησε στην ασιατική νομισματική κρίση το 1997, οδηγώντας στη δημιουργία του τρέχοντος ασιατικού νομισματικού συστήματος. Ίσως, τελικά, τίποτα να μην είναι τυχαίο.
Πάνος Παναγιώτου - διευθυντής ΕΚΤΑ, info@ekta1.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου